- ανθοπωλείο
- τοκατάστημα όπου πωλούνται λουλούδια: Τα ανθοπωλεία είναι ανοιχτά και την Κυριακή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανθοπωλείο — το κατάστημα στο οποίο πουλιούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοπώλης. Η λ. μαρτυρεί ται από το 1889 σε επιγραφή εργαστηρίου των Αθηνών] … Dictionary of Greek